λαιλαπώδης

λαιλαπώδης
ης, ες бурный; ураганный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λαιλαπώδης" в других словарях:

  • λαιλαπώδης — stormy masc/fem acc pl (attic epic doric) λαιλαπώδης stormy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λαιλαπώδης stormy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιλαπώδης — ες (Α λαιλαπώδης, ῶδες) [λαίλαψ] σφοδρός σαν λαίλαπα, θυελλώδης …   Dictionary of Greek

  • λαιλαπώδει — λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut dat sg λαιλαπώδεϊ , λαιλαπώδης stormy dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιλαπώδη — λαιλαπώδης stormy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λαιλαπώδης stormy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιλαπῶδες — λαιλαπώδης stormy masc/fem voc sg λαιλαπώδης stormy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιλαπωδῶν — λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιλαπώδους — λαιλαπώδης stormy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»